λαρυγγοπάθεια

λαρυγγοπάθεια

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λαρυγγοπάθεια" в других словарях:

  • λαρυγγοπάθεια — η πάθηση τού λάρυγγα και ιδίως η λαρυγγίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngopathie] …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγοπάθεια — η (ιατρ.), η πάθηση του λάρυγγα, η λαρυγγίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»